- δάκτυλος
- Το δάχτυλο (βλ. λ.).
(Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά στοιχεία είναι ίσα. Η θέση δηλαδή αποτελείται από μία μακρά συλλαβή, ενώ η άρση από δύο βραχείες. Έτσι, στην αρχαία ποίηση καθώς ο ένας δ. ακολουθεί τον άλλο μέσα στον στίχο, ο λόγος κυλάει ήρεμα, σταθερά και επιβλητικά, χάρη στην ίση διάρκεια της θέσης και της άρσης. Για τον λόγο αυτόν, αλλά και για άλλους λόγους που έχουν σχέση με την κοινή σε όλους τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς μετρική παράδοση, ο δ. υπήρξε το μέτρο για τη σύνθεση μεγάλων επικών έργων όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δύο βραχείες συλλαβές της άρσης αντικαθιστώνται από μία μακρά, οπότε ο δ. μεταπίπτει σε σπονδείο. Στη νεοελληνική μετρική ο δ. αποτελείται πάλι από τρεις συλλαβές, αλλά επειδή δεν έχουμε πια μακρά και βραχέα φωνήεντα η ποσότητα έχει αντικατασταθεί από την τονικότητα, δηλαδή εκείνο που λογαριάζεται είναι η θέση του τόνου, που, για να έχουμε δ., πρέπει να βρίσκεται στην πρώτη από τις τρεις συλλαβές. Εξαιτίας αυτού, ο νεοελληνικός δ. υποβάλλει ένα αίσθημα έξαρσης, υψηλοφροσύνης και λεβεντιάς, αλλά μαζί δίνει –όταν επαναλαμβάνεται συνεχώς– μία εντύπωση ακαμψίας, γεγονός που τον καθιστά δύσχρηστο. Γι’ αυτό και τα νεοελληνικά ποιήματα που έχουν συντεθεί σε στίχους με σχεδόν αποκλειστικά δακτυλικούς πόδες είναι πάρα πολύ λίγα. Αντίθετα, ο δ. χρησιμοποιείται συχνά στις αρχές στίχων που έχουν συντεθεί σε άλλο μέτρο (αναπαιστικό, ιαμβικό κλπ.), για να τους ποικίλλει ευχάριστα με την υποβολή της υψηλοφροσύνης. Ιαμβικούς δ. χρησιμοποίησε και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς.
* * *ο και δάκτυλο και δάχτυλο, το (AM δάκτυλος, οΜ και δάκτυλον, το)Ι. 1. βιολ. κάθε ένα από τα τμήματα τού σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων άκρων2. (μετρ.) ο δάκτυλοςμετρική μονάδα από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)3. μονάδα μήκουςνεοελλ.το εκατοστόμετροII. αρχ. 0,018 τού γαλλικού μέτρουIII. 1. το χέρι («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με δάχτυλο τού Θεού»«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)2. η δύναμη τού Θεού, η θεϊκή επέμβαση («είναι δάχτυλο Θεού», «δάκτυλος Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)3. φρ. α) «το μεγάλο δάχτυλο», «ὁ μέγας δάκτυλος» — ο αντίχειραςβ) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα τουγ) «ο ήλιος βγήκε τρία δάχτυλα», «δάκτυλος ἀώς» — για τη μέτρηση τής απόστασης τού ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλανεοελλ.1. μικρό ύψος, πάχος ή πλάτος («ένα δάχτυλο κρασί»)2. είδος μαλακόστρακων με επιμήκη κόγχη3. φοίνικας, χουρμαδιά4. φρ. α) «ξένος δάκτυλος» — κρυφή ενέργεια και υποκίνηση από ξένη δύναμηβ) «θέτω τον δάκτυλον επί τον τύπον τών ήλων» — προσπαθώ να βεβαιωθώ για κάτι σχηματίζοντας προσωπική αντίληψηγ) «τόν δείχνουν με το δάχτυλο» — είναι δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή κακό του χαρακτήρα ή άλλους λόγουςδ) «κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλο του» — προσπαθεί μάταια να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειεςε) «παίζω κάτι στα δάχτυλα» — γνωρίζω, κατέχω κάτι πολύ καλάστ) «μετριούνται στα δάχτυλα τού ενός χεριού ή τής μιας χειρός» — είναι ελάχιστοιζ) «τόν καταφέρνω ή τόν μπορώ με το μικρό μου δάχτυλο» — τόν επηρεάζω πάρα πολύ εύκολα5. παροιμ. α) «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσια» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια αξίαβ) «όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε εξίσου όλα τους τα παιδιάγ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την περιουσία τους αλλά όχι την αξιοπρέπεια και την αρχοντιά τουςαρχ.Ι. 1. το 1 / 12 τής φαινομένης διαμέτρου τού Ήλιου ή τής Σελήνης2. ο καρπός τού φοίνικα, ο χουρμάς3. είδος σταφυλιού4. ονομασία τού φυτού άγρωστιςII. πληθ.1. δάκτυλοι, οιείδος χορού με απλές κινήσεις2. «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι»α) μυθικά πρόσωπα στην Κρήτη, ιερείς τής Κυβέληςβ) η γλυκυσίδη·[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. τής λ. ήταν «αιχμή, μύτη, άκρη». Η σύνδεση τής λ. δάκτυλος με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (πρβλ. γοτθ. tekan «αγγίζω», αρχ. νορβ. tăka «παίρνω», αρχ. άνω γερμ. zinko «δόντι») δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. δακκύλιος, λόγω τού -κκ-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -κτ-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. *δάτκυλος. Τέλος, το νεοελλ. δάχτυλο προήλθε από μσν. δάκτυλον < αρχ. δάκτυλα, που είναι ποιητικός πληθ. τού τ. δάκτυλος.ΠΑΡ. δακτυλήθρα, δακτύλι(ον), δακτυλιαίος, δακτυλίδι(ον), δακτυλικός, δακτυλίς, δακτυλίτις, δακτυλωτόςαρχ.δακτυλεύςαρχ.-μσν.δακτυλίζωνεοελλ.δακτυλισμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακτυλοειδής, δακτυλοθεσίααρχ.δακτυλοδείκτης, δακτυλόδικτος, δακτυλοδόχμη, δακτυλοκαμψόδυνος, δακτυλόπους, δακτυλότριπτοςαρχ.-μσν.δακτυλόδεικτοςμσν.δακτυλοσπόνδειος, δακτυλοσφίγγωνεοελλ.δακτυλοβάμων, δακτυλ(ο)επίτριτοι, δακτυλόγραμμα, δακτυλογράφος, δακτυλοθέτης, δακτυλολογία, δακτυλοσκοπία, δακτυλοτροχαίος, δακτυλοτυπία, δακτυλοφύλακας. (Β' συνθετικό) ακροδάκτυλον (νεοελλ. και ακροδάχτυλό), βραχυδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, δωδεκαδάκτυλος, εννεαδάκτυλος, εξαδάκτυλος (νεοελλ. και εξαδάχτυλος,), μακροδάκτυλος (νεοελλ. και μακροδάχτυλος), μεσοδάκτυλον (νεοελλ. μεσοδάχτυλο), μεσοδάκτυλος, οκταδάκτυλος, πενταδάκτυλος, περιττοδάκτυλος (Α περισσοδάκτυλος), ροδοδάκτυλος, τετραδάκτυλοςαρχ.αντιδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, διδάκτυλος, εγδάκτυλος, εκδάκτυλος, εξδάκτυλος, Ερμοδάκτυλον, ερυθροδάκτυλος, ευδάκτυλος, μεγαδάκτυλος, μονοδάκτυλος, οκτωδάκτυλος, ολοδάκτυλος, οπισθοδάκτυλος, παχυδάκτυλος, πεντεδάκτυλος, πλεονοδάκτυλος, πολυδάκτυλος, σιδηροδάκτυλοςνεοελλ.αδάκτυλος, αρτιοδάκτυλος, επταδάκτυλος, ζυγοδάκτυλος, κρινοδάκτυλος (και κρινοδάχτυλο και κρινοδάχτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.